φορτσάρισμα

φορτσάρισμα
το, Ν [φορτσάρω]
1. ένταση προσπάθειας
2. (για άνεμο) ενίσχυση, δυνάμωμα
3. (γεωπ.) τεχνική στην οποία υποβάλλονται ορισμένα φυτά για να εξαναγκαστούν να αναπτυχθούν, να ανθήσουν ή να καρποφορήσουν πρώιμα ή όψιμα, με ανάλογη ρύθμιση τών συνθηκών διαβίωσης τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φορτσάρισμα — το, ατος αύξηση έντασης, δυνάμωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμοκήπιο — Στεγασμένος και περιφραγμένος χώρος με προορισμό να προφυλάξει από το χειμερινό ψύχος τα καρποφόρα και καλλωπιστικά φυτά που δεν αντέχουν στην ύπαιθρο ή για να εξασφαλίσει τεχνητά για μερικά τροπικά είδη οικολογικές συνθήκες όμοιες με εκείνες που …   Dictionary of Greek

  • ένταση — η 1. τάση, τέντωμα: Ένταση χορδής. 2. μτφ., επαύξηση της δύναμης ή της ενέργειας, δυνάμωμα, φορτσάρισμα: Ένταση της προσοχής. 3. (φυσ.), βαθμός δύναμης ή ενέργειας: Ένταση ήχου και φωτός. 4. (φυσ.), η ποσότητα του ηλεκτρικού φορτίου που στη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φούντωμα — το, ατος 1. αναβλάστηση, πλούσια βλάστηση, δάσωμα, το να βγαίνουν πυκνά φύλλα και κλαδιά: Το φούντωμα του δέντρου. 2. το να βγαίνουν πολλές και ψηλές φλόγες από φωτιά, το δυνάμωμα της φωτιάς: Το φούντωμα της πυρκαγιάς. 3. μτφ., έκταση, επέκταση… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φόρτε — το άκλ. (λ. ιταλ.) 1. δύναμη, ένταση, δυνάμωμα, φορτσάρισμα: Έβαλε όλο του το φόρτε. 2. ξεχωριστή ικανότητα, μεγάλη ικανότητα σε κάτι, δεινότητα: Η πρέφα είναι το φόρτε του. 3. (μουσ.), καθένα από τα ηχηρότερα μέρη της μουσικής σύνθεσης. 4. (μουσ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”